- παρώμαλος
- -ον, Ασχεδόν ομαλός ή ίσος («κύκλος τῆς νήσου τετρακόσιοι στάδιοι, παρώμαλος τὸ πλάτος», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ὁμαλός (πρβλ. αν-ώμαλος). Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρώμαλος — nearly even masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)